- σισυρίγχιο
- το / σισυριγχίον, ΝΑβοτ. νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη, με 80 περίπου είδη ποών που απαντούν στην Αμερική και στις Δυτικές Ινδίεςαρχ.το ποώδες φυτό ίριδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με αναδιπλασιασμό σι- (πρβλ. σί-σαρον). Κατά μία άποψη, συνδέεται με σι-σύμβριον* «είδος φυτού», ενώ κατ' άλλους με σῦριγξ (βλ. λ. σύριγγα)].
Dictionary of Greek. 2013.